- προξενεῖται
- προξενέωto bepres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αερικός — και αγερικός και αρικός, ή, ό (ΑΜ ἀερικός, η, ον) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται στον αέρα, που τόν έχει πάρει ο αέρας 2. αυτός που έχει εκτεθεί στον αέρα για να αεριστεί 3. ευάερος, δροσερός 4. αυτός που έχει το χρώμα τού αέρα, αερόχρωμος,… … Dictionary of Greek
αιμωδία — Μερική ή ολική απώλεια αίσθησης σε ένα μέρος του σώματος, η οποία είναι αποτέλεσμα παρεμβολής στη διάβαση ερεθισμάτων κατά μήκος των αισθητηρίων νεύρων. * * * η (Α αἱμωδία) νεοελλ. τοπικό ή γενικό μούδιασμα (κν. μούδιασμα, μυρμήγκιασμα) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
ακριδογενής — ές αυτός που δημιουργείται, που προξενείται από ακρίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρίδα + γενής < γίγνομαι] … Dictionary of Greek
δηλητηρίαση — Παθολογική κατάσταση που προκαλείται από διαλυτές ουσίες, οι οποίες ονομάζονται δηλητήρια και δρουν χημικά στους οργανικούς ιστούς, αλλοιώνοντας τη δομή τους ή διαταράσσοντας τη λειτουργία τους. Η δ. διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια. Η οξεία… … Dictionary of Greek
καυθμός — καυθμός, ὁ (Α) [καίω] 1. νόσος δέντρου που προξενείται από ψυχρό άνεμο 2. τα καυσόξυλα … Dictionary of Greek
οινότευκτος — οἰνότευκτος, ον (Μ) αυτός που προξενείται από οινοποσία («οἰνότευκτος μέθη», Ι. Δαμασκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + τευκτός (< τεύχω «προξενώ, προετοιμάζω»), πρβλ. μελισσότευκτος] … Dictionary of Greek
πυρίκαυστος — η, ο / πυρίκαυστος, ον, ΝΜΑ, και πυρίκαυτος, ον, Α 1. αυτός που, έχει καεί στη φωτιά 2. αυτός που προξενείται από τη φωτιά («φλυκταινίδες ὥσπερ πυρίκαυστοι», Ιπποκρ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το πυρίκαυστο έμπλαστρο ή αλοιφή για καμμένο τμήμα τού… … Dictionary of Greek
σμωδικός — ή, όν, Α [σμῶδιξ] ο σχετικός με σμώδιγγες («σμωδικὸν φάρμακον» έμπλαστρο για πρήξιμο που προξενείται από χτύπημα) … Dictionary of Greek
σμώδιξ — ώδιγγος, ἡ, Α πρήξιμο που προξενείται από χτύπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέπει να έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας σμη τού ρ. σμῶ* «πλένω, καθαρίζω» (πρβλ. σμώ χώ), μέσω ενός αμάρτυρου προσηγορικού *σμω δ(ο) με το εκφραστικό… … Dictionary of Greek